- μεσσιανισμός
- ο1. η πίστη τών Εβραίων στον μελλοντικό ερχομό ενός μεσσία, που θα γινόταν ο σωτήρας τού ιουδαϊκού λαού2. (κατ' επέκτ.) κάθε πίστη σε μελλοντικό ερχομό κάποιου μεσσία3. πολιτική αντίληψη σύμφωνα με την οποια η εξέλιξη ενός έθνους ή μιας χώρας εξαρτάται αποκλειστικά από τον ρόλο κάποιου χαρισματικού ηγέτη, στον οποίο αποδίδονται υπερβολικές δυνατότητες ή ικανότητες και για τον οποίο δικαιολογείται ακόμη και η χρησιμοποίηση αυταρχικών μέσων στην άσκηση τού έργου του4. αυταρχική συμπεριφορά πολιτικού ηγέτη που εμπνέεται από την παραπάνω αντίληψη.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. messianism. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.